Κυριακή 3 Μαΐου 2015

Ο φούρνος του Κωσταντή Σαλωνίκη

           Ο Βασίλης Σαλωνίκης επί το έργον αρκετά χρόνια πριν κλείσει τον φούρνο.

                            Ο Φούρνος του Κωσταντή Σαλωνίκη

Ο Κωσταντής  Σαλωνίκης αγόρασε το οίκημα μέσα στην παληά Πόλη της Άνδρου από Εμπειρίκο όταν ήδη ο τελευταίος χρησιμοποιούσε τον όροφο ως οικία και το ισόγειο ως φούρνο, παλαιάς τεχνολογίας σε σχέση με την εποχή που ο Σαλωνίκης προέβη στην αγορά (τέλη του 19ου αιώνα).

«Ο Κωσταντής Σαλωνίκης αποφάσισε, μαζί με άλλον φούρναρη -λίγο πιο ψηλά στην Χώρα- να ανακαινίσει τον φούρνο, ξαναχτίζοντάς τον σύμφωνα με την νέα τεχνολογία, κατασκευάζοντας ένα σύγχρονο, «γερμανικού» τύπου. Έτσι μαζί με τον άλλο φούρναρη κάλεσαν ένα Αρμένη χτίστη φούρνων από την Κωνσταντινούπολη.

     Ο Αρμένης φτάνοντας στην Χώρα προσέλαβε δυο μικρούς για βοηθούς, των οποίων τα εγγόνια έχουν περίπου την ηλικία μου. Άρχισε να κτίζει και τους δύο φούρνους ταυτόχρονα, αφού βρισκόταν σε μικρή σχετικώς απόσταση μεταξύ τους. Ήταν άνθρωπος λιγόλογος, μάλλον κακότροπος και υπέφερε από έντονα ¨βροχικά¨. Έτσι όσο έχτιζε τους δύο φούρνους ήθελε ένα κατάλυμα πιο εξασφαλισμένο από τον καιρό. Ο Σαλωνίκης του πρόσφερε πρόθυμα το ισόγειο. Υποφέροντας πολύ από τα βροχικά του συχνά παραπονιόταν. Η γυναίκα του Σαλωνίκη, η Ερηνιώ, ένας καλότατος άνθρωπος (όπως την θυμάται και ο γράφων στην δεκαετία του 50) ήταν καλή και περιποιητική με τον Αρμένη. Ωστόσο καλή κουβέντα από το στόμα του δεν άκουγε. Ίσως ούτε ευχαριστώ.
     Ένα βράδυ οι Σαλωνίκηδες ρώτησαν τον Αρμένη:  Προχωράει η δουλειά; όλα καλά;  Nαί τους είπε εκείνος βήχοντας, θέλω όμως από σας κάτι. Τι θέλεις μάστορα; τον ρώτησαν. Κι  εκείνος τους είπε. Θέλω να μου φέρετε από κείνες τις ωραίες εληές που φέρανε τελευταία και που πολύ τις έτρωγα στην Πόλη. Οι Σαλωνίκηδες εμβρόντητοι δεν τόλμησαν άλλη ερώτηση για να μην φανούν ότι δεν ήξεραν τις καινούργιες εληές. Την άλλη μέρα λοιπόν το μεσημέρι του έδωσαν χαρούμενοι και περίεργοι τις εληές. Ο Αρμένης τις κύτταξε και τους είπε: Όχι τέτοιες εληές. Θέλω τις άλλες, εκείνες με την σοκολάτα…… Και η επιθυμία του πραγματοποιήθηκε την ίδια μέρα. Ο Αρμένης ευχαριστήθηκε χωρίς να πει όμως κουβέντα.
      Το έργο πλησίαζε στο τέλος του. Απέμενε η ολοκλήρωση του επάνω μέρους της ¨κουκούλας¨ του φούρνου. Ο Αρμένης είχε μείνει πιστός στις ημερομηνίες που είχε τάξει. Οι δύο μικροί περίμεναν περιχαρείς να δούν την ολοκλήρωση του έργου ώστε να μάθουν κι εκείνοι το τελικό και πιο κρίσιμο κομμάτι της κατασκευής. Ο Αρμένης τους πλήρωσε και τους είπε ότι δεν τους χρειαζόταν άλλο. Τον παρακάλεσαν να τους αφήσει να τον βοηθήσουν και να μάθουν. Ο Αρμένης ανένδοτος. Τα παιδιά άρχισαν τα παρακάλια και προσπάθησαν να τον μεταπείσουν.                                      
Μα τι σε μέλει εσένα Μάστορα; Αφού εδώ δεν μένεις, δεν δουλεύεις. Εσύ στην Πόλη θα γυρίσεις. Άσε κι εμάς να μάθουμε την τέχνη.                        
Ο Αρμένης ούτε στιγμή δεν άλλαξε γνώμη. Εγώ, χρόνια είπε, έκανα να μάθω την τέχνη αυτή. Δεν μπορώ να σας την φανερώσω επειδή λίγο με βοηθήσατε. Η τέχνη δεν είναι κόλπο να σας το μάθω. Θέλει πολύ κόπο. Όσο κι αν παρακάλεσαν τα παιδιά, ο Μάστορας έμεινε ακλόνητος στην απόφασή του. Κι ο Κωσταντής όμως ακούγοντας τα παιδιά είχε μπεί σε πειρασμό να μάθει….                                                                      Την άλλη μέρα ο Αρμένης κλειδώθηκε στο ισόγειο με τον φούρνο, να αποτελειώσει την ¨κουκούλα¨. Ο Κωσταντής προσπάθησε να δεί… Το μόνο που κατάφερε κυττώντας από μία χαραμάδα ήταν να αντικρύσει τον Αρμένη να έχει καρφώσει μία σφήνα στο «κλειδί» της κουκούλας και να χοροπηδάει με όλο του το βάρος πάνω της, ώστε να την σφηνώσει καλύτερα.
       Ήρθε η μέρα της πληρωμής. Οι Σαλωνίκηδες έτοιμοι έδωσαν τα λεφτά που είχαν συμφωνήσει στον ανέκφραστο Αρμένη. Κι εκείνος τότε τους είπε: Eπειδή τόσον καιρό με αφήσατε και έμεινα στο σπίτι σας και πολύ με περιποιηθήκατε με τα βροχικά που έχω, να ξέρετε ότι ο δικός σας ο φούρνος για να φτάσει να ψήσει ψωμί θα χρειάζεται 80 οκάδες ξύλα ενώ των άλλων που δεν μου έδωσαν ούτε ποτήρι νερό θα χρειάζεται 120 οκάδες ξύλα.
Κι έφυγε χωρίς άλλη κουβέντα».

Αφιερώνω το παρόν στις τρεις γενιές Σαλωνίκηδων που τους θυμάμαι καλά, τον Κωσταντή, τον Μιχάλη και τον Βασίλη που μου διηγήθηκε την έξοχη αυτή ιστορία λίγο καιρό πριν κλείσει τον φούρνο του*.

                                                                              Νίκος Βασιλόπουλος
                                                                           αρχιτέκτων - ερευνητής

*Ελπίζω ότι θυμάμαι σωστά τις ποσότητες των ξύλων που μου είχε πει ο Βασίλης, ενώ με επιφύλαξη συμπληρώνω ότι η κουκούλα αυτού που χρειαζόταν 80 οκ. ξύλων, έφτανε σε ύψος τα 50 εκ. ενώ του δεύτερου τα 70 εκ...... 

                             Ο Μιχάλης ,Η Κατίνα,ο Βασίλης και η Άννα. Οι δύο τελευταίες γενιές μαζί.

Οι φωτογραφίες παραχωρήθηκαν ευγενικά από την κ. Άννα Σαλωνίκη


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου