Σάββατο 18 Φεβρουαρίου 2023

4oν παλιές λέξεις

4ο Μέρος

ΠΑΛΙΕΣ ΑΝΤΡΙΩΤΙΚΕΣ ΛΕΞΕΙΣ

                                                    4ο

ΒΕΝΕΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΙΤΑΛΙΚΕΣ ΛΕΞΕΙΣ 

ΣΤΟΝ ΑΝΔΡΙΑΚΟ ΙΔΙΩΜΑΤΙΚΟ ΛΟΓΟ

 Μπορείτε ακόμα να δείτε : "Παλιές Αντριώτικες λέξεις"Μέρος 1ο"

"Παλιές Αντριώτικες λέξεις"Μέρος 2ο"

"Παλιές Αντριώτικες λέξεις"Μέρος 3ο"

Συνεχίζουμε τον εντοπισμό και ερμηνεία βενετικών και ιταλικών λέξεων που ενσωματώθηκαν στον ανδριακό ιδιωματικό λόγο.                                                  

Στην μεγάλη τους πλειοψηφία οι λέξεις αυτές οφείλονται και έχουν την καταγωγή τους στην περίοδο της Λατινοκρατίας της Άνδρου (1207-1566, αλλά και ακόμη μεταγενέστερα) και στους Λατίνους που εξακολουθούσαν να χρησιμοποιούν τα γλωσσικά ιδιώματα των τόπων από τους οποίους προέρχονταν. Άξιοσημείωτο είναι ότι μετά το 1421 η Άνδρος κατόπιν συμφωνίας προσφέρει 20 κωπηλάτες στον βενετικό στόλο, ενώ δεν διευκρινίζεται εάν αυτοί επανδρώνουν μία γαλέρα που εξώπλιζε το νησί σε περίπτωση πολέμου κατά των Τούρκων.

Να σημειωθεί ότι οι εν γένει ιταλογενείς λέξεις υιοθετήθηκαν όχι μόνον για λόγους ιστορικών συγκυριών, αλλά και επειδή η ιταλική γλώσσα παρουσιάζει ηχητική ομοιότητα προς την ελληνική με συλλαβές συμφώνου-φωνήεντος και καταλήξεις φωνηέντων, που εύκολα «ελληνοποιήθηκαν» και αφωμοιώθηκαν αποκτώντας ελληνικές καταλήξεις σε ενικό και πληθυντικό. Η αφομοίωση αυτή αποδεικνύει ότι η ελληνική γλώσσα, παρά τον αναλφαβητισμό που επικρατούσε, είχε δυναμισμό και σφρίγος (κάτι που ατονεί σήμερα, όπως φαίνεται από την υιοθέτηση αγγλικών λέξεων, στον καθημερινό λόγο, αφού αναπαράγονται διατηρώντας αυτούσια την εκφορά  τους). 

Για τις περισσότερες από τις παρατιθέμενες λέξεις, οι οποίες ανάγονται στην ιταλική - βενετική γλώσσα, συνοδεύονται φωτογραφίες που αναζήτησα σε ιταλικά ψηφιακά μέσα.

 

Βάρδα από την βενετική varda ρήμα Vardar. Έχει την έννοια του προσέχω, φυλάγομαι. 

Φουρνέλο από το ιταλικό fornello. Λέξη που διαμορφώνεται τον XIV, XV αιώνα. Αρχικά ο μικρός φούρνος, για ψήσιμο, με χρήση οποιασδήποτε καύσιμης ύλης. Κατόπιν η τρύπα που ανοίγεται για τοποθέτηση εκρηκτικού υλικού. . 


 
 Αφού έχει ακουστεί η ηχηρή προειδοποίηση "Βάρδα φουρνέλο" ακολουθεί η έκρηξη του δυναμίτη. Κάτω η δυναμική προειδοποιητική φράση έχει εμπνεύσει τους γνωστούς Χαϊνηδες για να φτιάξουν κάποια αφίσα τους.
 

Μπονώρα Από το ιταλικό buonora, bonora και ορθώτερα buonora νωρίς το πρωί

Σμπιρόλοα Σημαίνει τα λόγια που λέγονται για να σπείρουν κακία, διχόνοια, ή απλά αποτελούν «καρφιά» για έντονη ενόχληση του συνομιλητή στον οποίο απευθύνονται. Λέξη σύνθετη, από τον σμπίρο που σημαίνει τον χαφιέ, τον ρουφιάνο κ.λπ. από την ιταλική λέξη sbirro και την ελληνική "λόγια".

 
 Αφίσα ιταλικής παλαιότερης ταινίας με τίτλο : "Σμπίρος, Ο δικός σου νόμος είναι αργός...  ο δικός μου... όχι! "

Στιμάρω. Εκτιμώ την αξία, αξιολογώ. Από την ιταλική λέξη stimare, (όπως  καταγράφεται και στο λεξικό Δημητράκου). Αναφέρεται συχνά σε ανδριακά έγγραφα που διασώθηκαν από τον 16ο αιώνα.

 Άνω και κάτω συμβόλαια του τέλους του 16ου αι. όπου εμφανίζεται η λέξη "εστιμάρισεν" -σε μαύρο τετράγωνο- αναφερόμενη σε εκτιμήσεις ακινήτων. Δ. Πολέμη "οι Αφεντότοποι της Άνδρου" Εκδ. Πέταλον Παρ.2 1995 σελ.174 και κάτω "εστιμάρανε" σελ. 176 έγγραφα αντιστοίχως 32 και 34
 

Βέρτζινο από την ιταλική λέξη Vergine (προερχόμενη από τις λατινικές λέξεις virgo - ginis). Η παρθένα. Μεταφορικά η μη επιτέλεση έργου ή καταστάσεως. Βέρτζινος πήε βέρτζινος γύρισενε, εννοώντας ότι ο σκοπός που κάποιος επεδίωκε δεν επιτεύχθηκε και γύρισε άπρακτος.  

Σία από την λατινική λέξη Sia προστακτική του ρήματος Siar. Κέλευσμα, σταματώ την βάρκα κινώντας τα κουπιά πίσω.

Βόγα.  Από την ιταλική λέξη voga προστακτική του ρήματος Vogare. Στο λεξικό Treccani καταγράφεται ως ναυτικός όρος και σημαίνει: κινώ το σκάφος με κουπιά... 


 Παλαιά φωτογραφία. Στην μικρότερη βάρκα, μικρός κωπηλάτης κινεί και τα δύο κουπιά βόγα. Στην μεγάλη ο βαρκάρης κινεί μάλλον τα κουπιά μεταξύ τους αντίστροφα, το ένα σία και το άλλο βόγα, ούτως ώστε να κινηθεί ή βάρκα επί τόπου.

μοδο. Από την ιταλική λέξη comodo ή commodo. To εύχρηστο, το βολικό. (piacevole, opportuno). Αρχικά σήμαινε: το σύμφωνο προς το μέτρο = conforme alla misura..  

 Ιταλική διαφήμιση που γράφει comodi modili da giardino δηλ. κόμοδα (εύχρηστα) έπιπλα κήπου. 

Μαϊτζέβελο το ευκολόχρηστο, από την ιταλική λέξη maneggevole. Το φτιαγμένο για να είναι εύκολο στην χρήση. Εκεί που απαιτείται χειροκίνητη προσπάθεια, από την λέξη mane=χέρια. 

Αγιούτο, αγιουτάρω. Βοήθεια, βοηθώ ή και ενθαρρύνω, δίνω θάρρος και στον ανδριακό λόγο, μερικές φορές υπέρ το δέον θάρρος, αλλά κι εσύ τον αγιουτάρεις. Από την ιταλική λέξη aiuto , ρήμα aiutare, που σημαίνει: επεμβαίνω σωματικά ή ηθικά υπέρ κάποιου που βρίσκεται σε κίνδυνο. 

 
 Άνω εύγλωττη φωτογραφία με την κραυγή aiuto = βοήθεια. Κάτω χιουμοριστική φωτογραφία σε νεροτσουλίθρες όπου η εικονιζόμενη φωνάζει : βοήθεια δεν ξέρω μπάνιο.
  Καταγράφεται ως Λιμενική βοήθεια με σκάφος και ελικόπτερο.

Νι βουβό νι κουφό. Ούτε φωνή ούτε ακρόαση. Επίσης ότι δεν υπάρχει ανταπόκριση σ' αυτά που περίμενα  και ότι κωφεύει σ΄αυτά που τον συμβουλεύω ή παροτρύνω. Από την ιταλική λέξη ne που σημαίνει ούτε, δεν, δηλ. ούτε βουβό ούτε κουφό. 

Κούρα Η φροντίδα με ανάπαυση, επίσης η θεραπεία αλλά και ο Κουράντες γιατρός δηλ. ο θεράπων γιατρός. Αντιστοίχως:  Cura, Curante.

Στάντης από την βενετική λέξη Stante που σημαίνει την ενίσχυση, το απαραίτητο στοιχείο για να κρατηθεί κάτι στη θέση του.  

Μπούγιο. Συνήθως μεγάλος όγκος ανθρώπων, συνωστισμός, ή και για λόγους εντυπωσιασμού, ή και αδιευκρίνιστος, μη σαφής αριθμός. Από την ιταλική λέξη Buio, που σημαίνει = σκοτάδι, σκοτεινό, νεφελώδες, ασαφές λόγω σκότους. Η λέξη είναι σε πανελλήνια χρήση.  ... 

 
 Στα ιταλικά άνω φωτό που χαρακτηρίζει την εικόνα ώς buio με την έννοια του νεφελώματος και κάτω αφίσα ανατριχιαστικής ταινίας "30 μέρες σκότους" . 

Φούρμπος ιταλική λέξη. Furbo έξυπνος 

Σάλτο, σαλτάρω. Πηδώ, δίνω ένα σάλτο, ένα γρήγορο πήδημα για εξυπηρέτηση. "Σάλτα πάνω". Από την ιταλική λέξη Salto ρήμα Saltare. Η λέξη σε πανελλήνια χρήση αλλά βρίσκεται σε εξαφάνιση .


 Σάλτα : Άνω νέοι πηδούν από βράχο στην θάλασσα. Κάτω σε ιπποδρομία η φωτό επεξηγεί: πήδημα του αλόγου σε αγώνα μετ' εμποδίων.
 
Σπατσάρω τελειώνω κάτι που έπρεπε να γίνει. Από την ιταλική λέξη  spazzare που σημαίνει τελειώνω, αποτελειώνω κάτι που δεν ξαναρχίζει υποχρεωτικά. 

Αγάντα, αγαντάρω. Κέλευσμα, προτροπή για διατήρηση έστω και με κόπο της υφιστάμενης κατάστασης. Αρχικά αποκλειστικά ναυτικός όρος, αργότερα και μεταφορικά. Από την βενετική λέξη aguantare επικράτησε στην ανάμικτη γλώσσα των ναυτιλομένων της Μεσογείου, την Lingua Franca.  


       Η φωτογραφία κατανοητή με το σκοινί της άγκυρας του σκάφους. Αγάντα.....   

Ρεφούλια. Τοπωνύμιο συνδεόμενο με παρεπίθετο. Βρίσκεται πάνω από τα Πίσω Γιάλια, στην νότια περίπου ράχη. Από την βενετική λέξη Refujo εκφερόμενο Ρεφούλιο (το λιο όπως το φουρτάλια). Ιταλικά refugio. Έχω την γνώμη ότι το παρεπίθετο δημιουργήθηκε από τοπωνύμιο και όχι αντιστρόφως, όπως π.χ. το παρεπίθετο Μπαμπαούνας αποτελούσε αρχικά ακίνητο ιδιοκτησίας κάποιου Καϊρη – Μπαμπαούνα και όποιος το εκμίσθωνε και αργότερα το αποκτούσε έπαιρνε και το παρατσούκλι.

Κάσα. Εννοείται το χρηματοκιβώτιο. "Τι νομιζεις; Την κάσα του Μπειρίκου έχω;" Από την ιταλική λέξη Cassa. Αρχικά το κιβώτιο για αντικείμενα πολύτιμα, βιβλία, κοσμήματα και κατόπιν το ταμείο. Σήμερα στα ταμεία των καταστημάτων στην Ιταλία αναγράφεται πάντοτε η λέξη Cassa

                                             Άνω παλαιότατο χρηματοκιβώτιο. 
 
 Άνω στην πινακίδα γράφει ταμείο κλειστό. Κάτω σειρά ταμείων, στο άνω δεξιό μέρος διακρινόμενη καρτέλα όπου γράφεται: ταμείο ανώτατο, 10 είδη. 
 

Κουσουμάρω. Αρχικά σήμαινε: υποχρεωτικά καταναλώνω φαγητά πληρώνοντας. Μεταφορικά και κατ΄επέκτασιν : η αναγκαστική αλλά μη ελέγξιμη χρέωση. Από την ιταλική λέξη Consumare, κονσουμάρε. Αφορά σε θέματα επί πληρωμή, κουζίνας-φαγητού και ιδιαίτερα σε υγρά. (ποτά, σούπες αλλά και σάλτσες). Πάντως εάν κάποιος καθίσει σε κατάστημα, από καφενείο έως εστιατόριο, είναι υποχρεωμένος σε κατανάλωση. (Εξ ού στα ελληνικά και η κονσομασιόν ως είδος μάλλον πολύ ήπιας πορνείας(;), όπου ο πελάτης οφείλει να καταναλώσει ποτό για την συντροφιά κοπέλας, που ωνομάσθηκε κονσοματρίς).

Άνω πινακίδα από καφέ-μπαρ με την φράση : υποχρεωτική κατανάλωση (ποτού εννοείται). Κάτω πινακίδα εστιατορίου με την φράση : στο τραπέζι υποχρεωτική κατανάλωση. 
 

Σούσουρο. Από την ιταλική λέξη Sussuro = ψίθυρος στ’ αυτί. Από το ρήμα sussurare συνώνυμο τού mormorare (γαλλ. Murmurer).  Συχνά για κακό θέμα. Η λέξη σε πανελλήνια χρήση, αν και σε σχετική υποχώρηση.

Αλιάδα. Η σκορδαλιά. Από την ιταλική λέξη agliata. Εκ του aglio ή την βενετική ομόηχη λέξη ajio (εκφερόμενη και στις δύο γλώσσες ως άλιο) που είναι το σκόρδο. (Στο Λεξικό του Λευκαδίτικου Ιδιώματος κρίνεται ότι αν και η λέξη είναι ιταλική agliata εν τούτοις προσαρμόσθηκε στην βενετικού τύπου κατάληξη σε -ada - άδα.)



Διαφημιστικές ιταλικές φωτογραφίες με συνταγές σκορδαλιάς, όπου οι Ιταλοί (αλλά και οι Γάλλοι) την κάνουν πιο κρεμώδη. Κάτω δίπλα στην κούπα τηγανητά κολοκυθάκια. 
 
Α πίκο. Ναυτικός όρος. Στο σημείο εκείνο που πρέπει, ακριβώς. Λέξη ιταλική a piccoNel linguaggio marinaio. Si dice che l’ ancora e a picco quando si trova esattamente sotto la prora. Δηλαδή : στο ναυτικό γλωσσάρι, λέγεται όταν η άγκυρα είναι α πίκο τότε που βρίσκεται ακριβώς κάτω από την πλώρη. Λεξικό Treccani. 

Σούμα. Το σύνολο επί λογαριασμού. Από την βενετική λέξη Summa (ιταλικά somma). Αναφέρεται σε ανδριακό έγγραφο της 30ης Δεκ. 1579 συντεταγμένο σε βορειοϊταλικά που μιλούσαν οι Λατίνοι της Άνδρου. (Απόδειξη δικαστικών εξόδων του Paulo Diapuli και(;) του ιερομονάχου Συμεών. Υπονοτάριος Νικολός Κόκος/ Niccolo Cocco. (Ανδριακά χρονικά 30 Καϊρειος σελ. 149.  

 Η απόδειξη, η οποία φυλάσσεται στην Μονή της Αγίας. Τα έξοδα της δικαστικής διαμάχης . Το έγγραφο αφορά σε ακίνητο του Diapuli που ο Συμεών υφάρπαξε και δώρισε στην Μονή Αγίας με διαθήκη. Επρόκειτο για το ακίνητο της μονής της Φυρόης εξαφανισμένης προ αμνημονεύτων χρόνων. Το ακίνητο κατόπιν εκποιήθηκε προ εκατονταετιών. Κάτω από την πρόσθεση, σε μαύρο τετράγωνο η λέξη Summa = Σύνολο  

Κασέλα από την βενετική λέξη Cassela. Ιταλικά Cassetta.  

Κασόνι από την βενετική λέξη Cassόn Ιταλικά Cassettone.  

Διαφημιστική φωτογραφία μέσω διαδικτύου με κασέλα, που μπαίνει κάτω από το κρεββάτι και διευκρίνιση "με ρόδες". 
                                                                                                                          
Τρατάρω. Περιποιούμαι κάποιον που ήρθε στο σπίτι μου προσφέροντας συνήθως γλυκίσματα ή και ροφήματα, ποτά κ.λπ. Έχουμε και το Τραταμέντο που είναι το προσφερόμενο είδος και η "χειρονομία". Από το ιταλικό Trattare : Εξυπηρετώ, διαχειρίζομαι, περιποιούμαι, αποδίδω, επεξεργάζομαι συμφωνία. Υπάρχει και το επίρρημα με χρήση ουσιαστικού του ρήματος, Trattamento: Παντός είδους εξυπηρέτηση ή διαχείριση, από οικονομικά έως υλικά, έως ιατρικά κ.α. Έχουμε λοιπόν στα ελληνικά το ρήμα τρατάρω και το τραταμέντο, ακριβώς όπως και στα ιταλικά: trattare, trattamento. Οι ανωτέρω λέξεις απαντώνται στον νησιωτικό ελλαδικό χώρο, γεγονός όχι τυχαίο, ενώ κατά κανόνα στην ηπειρωτική Ελλάδα χρησιμοποιείται η αντίστοιχης σημασίας φιλεύω. Τα περί ελληνικής μεσαιωνικής λέξεως αποτελούν έωλες εθνολαγνικές προσεγγίσεις, που αδυνατούν επιπλέον να εξηγήσουν την λέξη τραταμέντο κατευθείαν μεταφορά από την ιταλική και οικειοποίησή της στην νεοελληνική.


Σάλα.Το δωμάτιο για την υποδοχή συγγενών, φίλων, προσκεκλημένων σε πιο «πίσημες» εορταστικές ημέρες. Από την ιταλική λέξη Sala. Απαντάται σε αρκετά ανδριακά έγγραφα, ιταλικά και ελληνικά. Μάλιστα καταγράφεται ως Grande Sala del Palazzio, δηλ. Μεγάλη αίθουσα του Παλατιού του Ηγεμόνα στο Κάτω Κάστρο. Στην κοινή νεοελληνική επιβλήθηκε η λέξη σαλόνι από την γαλλική salon, λέξη σε υποχώρηση. 

Μολάρω. Συνήθως ναυτικός όρος. Αφήνω, ελευθερώνω κάτι που κρατώ. Από την ιταλική λέξη mollare που σημαίνει : Ξεσφίγγω, ή αφήνω να φύγει ή να γλιστρήσει αργά, ένα σκοινί, ένας κάβος, μια καδένα, (Allentare, lasciar andare o far scorrere lentamente, una funa, un cavo, una catena. Λεξικό Treccani στο λύμα mollare).  


                                   Αμόλησε την άγκυρα του μικρού σκάφους.
 
Βαντάριο. ή αβαντάριο. Είναι ο λεπτομερής κατάλογος των αντικειμένων και των ενδυμάτων που θα έχει για τον γάμο της μία κόρη. Και επαναλαμβάνω αυτό που αναφέρει ο Νικολός Εξαδάκτυλος στο σπουδαίο έργο του «Στενιώτικες λέξεις και εκφράσεις» : η ισχύς τους πρέπει να οφείλονταν στο λόγο τιμής των συμβαλλομένων. Από παραφθορά της ιταλικής λέξεως inventario. Που σημαίνει την απογραφή σε κατάλογο, την ταξινόμηση, την κατηγοριοποίηση και την καταγραφή κληρονομικών στοιχείων ή και την αποδοχή απολαβών (beneficio). Η τελευταία ανάγει χρονικά την υιοθέτηση της λέξεως -στο νησί μας- και της άτυπης(;) δικαιοπραξίας, που αυτή αντιπροσωπεύει σε ήθη της Λατινοκρατίας και στα αυστηρά τηρούμενα προικοσύμφωνα, που ο επικείμενος γάμος προϋπέθετε.  Πάντως η συγκεκριμένη λέξη αποκαλύπτει νεώτερες κοινωνικές σχέσεις όπου η γραπτή δέσμευση καθώριζε κατά τρόπο αδιαφιλονίκητο τις υποχρεώσεις 


Καρμανιόλα. Μεγάλο πριόνι υλοτομίας. Είναι περίεργη η διαδρομή της λέξεως. Προέρχεται από την ιταλική λέξη carmagnola. Αρχικά ήταν το σακκάκι της περιοχής του Πιεμόντε (Σαβοϊα). Το φορούσαν οι Μαρσεγιέζοι επαναστάτες το 1798 που έφθασαν στο Παρίσι (τραγουδώντας αυτό που κηρύχθηκε ως εθνικός ύμνος της Γαλλίας). Καρμανιόλα (carmagnole) ωνομάσθηκε το τραγούδι που τραγουδούσαν οι επαναστάτες όταν γινόταν αποκεφαλισμοί με την γκιλοτίνα τα πρώτα επαναστατικά χρόνια στο Παρίσι. Για άγνωστο λόγο στην Ελλάδα η καρμανιόλα ταυτίσθηκε με την γκιλοτίνα και κατ΄επέκταση με τον κίνδυνο, και σήμερα με τους δρόμους και την επικίνδυνη διάσχισή τους. Πάντως σχετική είναι και η ονοματοδοσία της καρμανιόλας στην Άνδρο στο μεγάλο αυτό εργαλείο κοπής και βέβαια νεώτερη έναντι άλλων. 


Παλαιό πριόνι η λεγόμενη "καρμανιόλα". Στο άκρο υπάρχει και λαβή για βοηθητική κίνηση κοπής. Η καρμανιόλα και τα δόντια της περιγράφεται πολύ καλά από τον Νικολό Εξαδάκτυλο στην σελίδα του "Στενιώτικες λέξεις και εκφράσεις". 

Ρένιο. «Δε μας το είπενε εμάς ότι το χτήμα το πουλούσενε και με τόσο λίγα λεφτά το αγόρασενε η Γ. Ολόκληρο ρένιο. Το θέλαμε κι εμείς. Ακούς εκεί τέτοια ρένια να τα πάρουνε ξένοι!!!» (Είναι πραγματικό γεγονός συγγενών του γράφοντος, που προκάλεσε μεγάλη παρεξήγηση!!). Πρόκειται για την ιταλική λέξη Regno που σημαίνει Βασίλειο!!! Στην Άνδρο αφορούσε σε μεγάλα ακίνητα, κυρίως αγροτικής εκμεταλλεύσεως αλλά γαιοκτητικής και κοινωνικής άλλοτε ισχύος και όχι μόνον αγροτικής. 


Το πρωτότυπο συμβολαίου της 13ης Σεπτ. 1590, το πρώτο από τα δύο ανωτέρω προαναφερθέντα. Στο μαύρο τετράγωνο η λέξη εστιμάρισε. Δ. Πολέμη "Οι Αφεντότοποι της Άνδρου" Εκδ. Πέταλον Παρ.2 -1995- έγγραφο 32. Ενώ το έγγραφο έχει συνταχθεί στα ελληνικά ο τρίτος από τους μάρτυρες, κάτω αριστερά, γράφει σε λατινικά "Io Antoni daraguza testi(mo)nio at supra" δηλ. "Εγώ ο Αντόνι Νταραγκούσα μαρτυρώ στα ανωτέρω". Η Παναγία των Στενιών καταγράφεται ακόμη το 1670 ως Παναγία Νταραγκούσα... 

                                                           Νίκος Βασιλόπουλος

                                                        αρχιτέκτων-ερευνητής

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου