Βενετικές και ιταλικές λέξεις στον
ανδριακό ιδιωματικό λόγο
Συνεχίζουμε
τον εντοπισμό και ερμηνεία βενετικών και ιταλικών κυρίως λέξεων που
ενσωματώθηκαν στον ανδριακό ιδιωματικό λόγο, το πρώτο μέρος των οποίων
αναρτήσαμε στο Παλιές αντριώτικες λέξεις (13/1/2018).
Να σημειώσουμε ότι στην μεγάλη τους πλειοψηφία οι λέξεις αυτές οφείλονται και έχουν την καταγωγή τους στην περίοδο της Λατινοκρατίας της Άνδρου (1207;-1566, αλλά και ακόμη μεταγενέστερα) και στους Λατίνους που μιλούσαν και χρησιμοποιούσαν τα γλωσσικά ιδιώματα των τόπων από τους οποίους προέρχονταν. Μπουρνιά = Πήλινο κυλινδρικό βάζο όπου συνήθως έβαζαν χοιρινά με την γλύνα τους ώστε να διατηρούνται, σε μικρότερη «συσκευασία». Από την ιδιωματική ιταλική λέξη burnìa . Αρχικά σικελική δανεισμένη από τα ισπανικά, κατόπιν, καλαβρέζικη, πιεμοντέζικη και λιγουριανή (περιοχή Γένοβας). Η ερμηνεία της στα ιταλικά είναι : vaso cilindrico di terracotta invetriata, o cristallo per conservare viveri grassi o medicine. Δηλ. Κυλινδρικό βάζο πήλινο, εφυαλωμένο ή κρυστάλλινο για να διατηρήσουμε λιπαρά ζωικά (τρόφιμα) ή φάρμακα. Μικρές μπουρνιές γεμισμένες με χρυσά ή αργυρά νομίσματα είχαν χρησιμοποιηθεί για ασφαλή φύλαξη, κτισμένες σε τοίχους!!!
Μπουρνιές της Άνδρου σε διάφορα σχέδια και μεγέθη.
Αριστερά : Σημερινές καινούργιες ιταλικές μπουρνιές από διαφημίσεις σε ιταλικά sites. Δεξιά : παλαιά μπουρνιά (από το Caltagirone)
Σταγγώνω = Ακινητοποιώ με εμπόδια,
κυριολεκτικά και όχι μεταφορικά. Κυρίως επί αντικειμένων, επίπλων κ.λπ. όταν
ακινητοποιούνται ηθελημένα ή από αδεξιότητα. Από την ιταλική λέξη stanga. Η Stanga (στάνγκα) ήταν τεμάχιο χοντρού ξύλου,
επεξεργασμένου, ώστε να τοποθετείται εσωτερικά, επακριβώς, από τοίχο σε τοίχο,
εφαρμοζόμενο πίσω από εσωτερικά παντζούρια (κανάτια)
ή δίφυλλη πόρτα, ώστε να είναι αδύνατη η παραβίαση του κουφώματος απ΄έξω.
Μούτουλας = Τρύπα τυφλή σε
ανεγειρόμενο πέτρινο τοίχο, συχνότερα εξωτερικό, συνήθως τετράγωνη, τουλάχιστον
15 Χ 15εκ ή και περισσότερο, η οποία δεν έχει άμεση χρηστική εξυπηρέτηση. Κατ΄
επέκτασιν ο κλειστός άνθρωπος, αυτός που δεν επιθυμεί ιδιαίτερα κοινωνικές
συναναστροφές. Η λέξη ιταλική: mutula, που αρχικά
σήμαινε τον ακρωτηριασμένο, τον ανάπηρο και αργότερα τον βουβό, τον κωφάλαλο, τον
σιωπηλό. Αυτόν που έχει μεν τα αυτιά του αλλά ο ήχος μπαίνει «απέξω» αλλά δεν
φτάνει, δεν ανταποκρίνεται «μέσα». Έτσι
και ο μούτουλας υπάρχει ως οπή μεν, αλλά η οπή δεν ανταποκρίνεται εσωτερικά,
είναι «τυφλή».
Από τους τελευταίους μούτουλες της Χώρας. Σε τοίχους αλλοτινών σπιτιών.
Πορτέλο. Το ανώτερο ανοιγόμενο τμήμα ξύλινης
μονόφυλλης ή -του ενός φύλλου- δίφυλλης πόρτας. Λέξη ιταλική το Portello δηλαδή το πορτάκι που ανοίγει
ανεξάρτητα από την υπόλοιπη πόρτα και δίνει έτσι φωτισμό και αερισμό. Aφορά σε εντελώς κλειστές, καρφωτές
πόρτες χωρίς παραθυράκια. Πάντα ανοικτό,
τους καλοκαιρινούς ιδίως μήνες, επέτρεπε επιπλέον την απρόσκλητη εμφάνιση
γνωστού προσώπου, όταν η κοινωνία ήταν πιο «ανοιχτή»…
Ανω. Πόρτες με πορτέλα. Αριστερά η "καλή" δίφυλλη πόρτα, καρφωτή με μικρές σανίδες. Στο δεξιό φύλλο φαίνεται το ανοιγόμενο μισό φύλλο. Δεξιά η πρόχειρη πόρτα (της κουζίνας;) με ανοιγόμενο το μισό άνω αριστερό φύλλο. Κάτω δίφυλλη πόρτα κατωγιού με πορτέλο στο δεξιό φύλλο της θύρας.
Σκόντο. Έκπτωση, συνήθως κατόπιν αιτήματος
του αγοραστή. (Συνήθης οικεία έκφραση από μεγαλύτερο σε νεαρώτερο, που έκανε
αγορά : Σού έκαμε σκόντο; ). Λέξη
ιταλική Sconto - Sconti. Τον XIII αιώνα σήμαινε την μείωση της
συμφωνημένης τιμής εάν η εξόφληση γινόταν εφάπαξ την προσδιωρισμένη μέρα. Η
λέξη δεν απαντάται μόνον στην Άνδρο.
Από σύγχρονη ιταλική ηλεκτρονική διαφήμιση με έκπτωση 40%.
Μπαζάρω. Φθάνω πιο μακρυά από όσο είχα αρχικά υπολογίσει. Μέχρι να το βρώ (αυτό που μου είπες) μπαζάρισα στο τάδε σημείο.. Από την ιταλική λέξη basare (μπαζάρε), που σημαίνει θεμελιώνω απαραιτήτως σε βράχο, σκάβω μέχρι να βρω βράχο. Δηλαδή υποχρεώνομαι να φθάσω σε σημείο απαραίτητο ώστε να κάνω την σωστή δουλειά.
Μπαζάρω. Φθάνω πιο μακρυά από όσο είχα αρχικά υπολογίσει. Μέχρι να το βρώ (αυτό που μου είπες) μπαζάρισα στο τάδε σημείο.. Από την ιταλική λέξη basare (μπαζάρε), που σημαίνει θεμελιώνω απαραιτήτως σε βράχο, σκάβω μέχρι να βρω βράχο. Δηλαδή υποχρεώνομαι να φθάσω σε σημείο απαραίτητο ώστε να κάνω την σωστή δουλειά.
Αμπασάδα. Υποχρεωτικά αναγκαστική
διεκπεραίωση, εξωτερική δουλειά που γίνεται με πίεση (και δυσφορία). Ερμηνεία 1η:
Από την ιταλική λέξη ambasciata, αμπασιάτα, δηλαδή την πρεσβεία και
την δύσκολη αποστολή που είχε ένας πρέσβης ιδίως σε καιρό πολέμου, προκειμένου
να διαχειρισθεί θέματα ειρηνεύσεως. Η λέξη ambasciata προέρχεται από την προβηγκιανή ambaissada. Ερμηνεία 2η : Από την επίσης ιταλική λέξη abbassiata που σημαίνει την διαδικασία
μεταθέσεως φορτίου σε κάθοδο… (Θεωρώ πιθανώτερη την δεύτερη ερμηνεία).
Σμπάρο. Η εκπυρσοκρότηση, ο ήχος του
πυροβολισμού, αλλά και μεταφορικά το αναπάντεχο δυσάρεστο συμβάν (τι σμπάρο ήταν αυτό!). Από την βενετική
λέξη sbaro, ιταλικά sparo. Η λέξη απαντάται πανελληνίως και τείνει να εκλείψει η χρήση
της.
Σμπάρα από τις εκπυρσοκροτήσεις κανονιών και τουφεκιών.
Σμπάρα από τις εκπυρσοκροτήσεις κανονιών και τουφεκιών.
Πικούνι. Το οπίσθιο μυτερό τμήμα της αξίνας, ή και και το εργαλείο -χωρίς το ξύλινο τμήμα- που έχει την μία άκρη μυτερή και την άλλη επίπεδη όπως στην αξίνα ("μιγκάρι¨).
Είναι λέξη του σικελικού ιδιώματος (ή γλώσσας;) picùni. Ιταλικά Piccone, βενετσιάνικα Picό. Φαίνεται ότι στην Άνδρο μεταξύ των άλλων Λατίνων είχαν έρθει και Σικελοί…
Είναι λέξη του σικελικού ιδιώματος (ή γλώσσας;) picùni. Ιταλικά Piccone, βενετσιάνικα Picό. Φαίνεται ότι στην Άνδρο μεταξύ των άλλων Λατίνων είχαν έρθει και Σικελοί…
Αξίνα. Το δεξιό μεταλλικό τμήμα της, αποτελεί το "πικούνι".
Καβουλεύομαι. Αποδέχομαι κάτι που δεν είναι σωστό,
που δεν θεωρείται γενικώς ορθό. (Πώς
καβουλεύτηκε ένα τέτοιο πράμμα;). Από την λέξη cavolate που σημαίνει «ανόητα πράγματα». Δηλ. πώς αποδέχομαι τέτοια
ανόητα πράγματα. Δεν μπόρεσα να εντοπίσω το αντίστοιχο ρήμα.
Μπέβα. Στη Νότια Άνδρο απαντάται και ως μπιβάδα. (Αυτός είναι μεγάλη μπέβα.) Δηλαδή μεγάλος πότης. Πίνει πολύ,
εννοείται αλκοόλ. Από το ιταλικό ρήμα bevere (μπέβερε)=πίνω, και στην παρότρυνση: beve = πιές. Σημ.
Παλιάσα (ή και παλιάτσα). Μονάδα υπολογισμού
του κρασιού σε παλιάσες. Άλλοτε
αντιστοιχούσε σε περίπου 6 οκάδες (και ίσως αργότερα, περισσότερο). Από την
ιταλική λέξη Paglia {πάλ(ι)ια}, που σημαίνει το καλάμι,
ακόμα και το άχυρο, το πλεκτό με καλάμι υλικό που προστάτευε τις νταμιζάνες. (Damigianna βενετική) Η λέξη δεν απαντάται μόνον
στην Άνδρο.
Εδώ βλέπουμε μία κοινή νταμιζάνα, τυλιγμένη με paglia=πάλ(ι)ια. Είναι άγνωστη η μορφή της παλιάσας. Γεγονός είναι ότι ετυμολογικά αναφερόταν σε προστατευμένο με paglia δοχείο, συγκεκριμένης χωρητικότητας.
Μουράδα. Πηγαίνοντας τοίχο-τοίχο, "σύντοιχα". Από την ιταλική λέξη muro (μούρο)= τοίχος.
Μεσαιωνικός χώρος πωλήσεων ή παζαριού με τους πάγκους των εμπόρων. Τότε που οι πάγκοι ωνομαζόταν scagni (scagno στον ενικό).
Σβίδο. Η θρασεία ανταπάντηση ανθρώπου που
κατάφορα έχει άδικο. (Και δεν φτάνει
αυτό… αλλά μου τραβάει και σβίδο). Svito. Svitare Αντιστρέφω, γυρίζω την βίδα ανάποδα, αλλά και το μπουλόνι είναι
ξεβιδωμένο (svitato). Επίσης το αντίθετο του προσκαλώ. Κατ΄επέκτασιν έχει την έννοια της αρνητικής εξελίξεως, από
την αυτονόητα προσδοκώμενη.
Καβέσα. Το κεφάλι. Λέγεται σε περίπτωση
ξεροκέφαλου ανθρώπου. (Τι καβέσα είναι
αυτή.) Από την ισπανική λέξη cabesa (καβέσα) =κεφάλι. Από τις ελάχιστες
ισπανικές λέξεις, που απαντώνται στην Άνδρο.
Γαλιόσα. Συνήθως λέγεται για να περιγραφεί
γυναίκα που υπερβάλλει στην αμφίεσή της, κυρίως μάλιστα όταν θέλει παρά την
προφανή ηλικία της να νεάζει… (Άντε μωρή
γριά γαλιόσα!!). Από την ιταλική λέξη galeotta, το γνωστού τύπου πλοίο του 16ου αιώνα. Προφανώς
εμπεδώθηκε σημασιολογικά ως τέτοιο όταν τα αντίστοιχου τύπου πλοία ήταν πλέον
παρωχημένα και παλαιά.
Γαλιότα δεξιά παλαιότερη κωπήλατη και αριστερά νεώτερη (βενετσιάνικη), αποκλειστικά ιστιοφόρα.
Βερίνα. Και βερινιάζει, όταν το σκοινί ή ο
σπάγγος (ή σήμερα η μάνικα ή και το καλώδιο) ή κάτι σχετικό, εκτεινόμενο περιστρέφεται
σπειροειδώς κατά τρόπο μάλιστα ανεπιθύμητο (που περιορίζει την χρήση του). Από
την ιταλική λέξη Verina ή και την γαλλική verine. Όρος του ναυτικού εξοπλισμού.
Επρόκειτο για κάβο του οποίου η απόληξη είχε εφαρμοσμένες στην άκρη, δύο
σιδερένιες αιχμές, μία ευθεία και μία κυρτή σε ημικύκλιο. Ποικίλης χρήσεως, μία
των οποίων ήταν η επισκευή των πλεκτών (στριφτών) κάβων.
Προέρχεται από την βενετική λέξη borìn. Εκεί αναφέρεται όμως ήρεμη θάλασσα αλλά με πνοή ανέμου. Η λέξη απαντάται πανελληνίως, αλλά χρησιμοποιείται για οποιαδήποτε κακή εξέλιξη καιρού με βροχή και όχι απαραιτήτως στην θάλασσα. (Η σημασία της λέξεως άλλαξε, από αδαείς -περί τα ναυτικά- χρήστες της γλώσσας). Στην Άνδρο είχε περάσει και στην καθημερινότητα της κοινωνίας "ήρθε μπουρινιασμένος" δηλ. θυμωμένος αλλά που δεν έχει ξεσπάσει ακόμη.
Το μπουρίνι ετοιμάζεται να ξεσπάσει....
Μπονάτσα. Πολύ καλός καιρός, όταν
αναφερόμαστε στην θάλασσα. Η λέξη απαντάται πανελληνίως αλλά τείνει -αιφνιδίως-
να εκλείψει. Από την ιταλική λέξη bonaccia (μπονάτσια), όταν η θάλασσα είναι
ήρεμη και χωρίς άνεμο (stato del mare calmo e senza vento).
Μπονάτσα!!!!
Μπονάτσα!!!!
Δύο ειδών παλαιών compassi (compasso ενικός). Όλα υπολογίζονται σωστά....
Γαμπούνι. Το μπούτι του μαγειρεμένου
κοτόπουλου. Από την ιταλική λέξη gamba που σημαίνει την γάμπα, την κνήμη
αλλά στα ιταλικά ολόκληρο το πόδι. Ίσως πρόκειται για το υποκοριστικό ή την
μικρή gamba δηλαδή
το gambone.
Μπαγκέτα ή Μπατζέτα (λόγω τσιτακισμού).
Μικρός πάγκος, βοηθητικό μικρό κάθισμα, απλοϊκής κατασκευής. Δεν κατασκευάζεται
σήμερα θεωρούμενη προ πολλού αναχρονιστικό και κάπως χωριάτικο(sic)… Από την ιταλική λέξη panchetta (πανκέτα). Ιδιαίτερο χαμηλό σκαμνί. Σημαίνει
το απλό ή περίτεχνο κάθισμα μικρού ή μεγάλου πάγκου, τότε χωρίς «μπράτσα» και
«πλάτη», με τέσσερα πόδια ή δύο παράλληλα (αντικρυστά) συνδεόμενα με κάθετο
μεταξύ τους ξύλο.
Άνω μπαγκέτες από ιταλική διαφήμιση στο διαδίκτυο. Κάτω δύο πολύ μικρές μπαγκέτες ή μπατζέτες, που δείχνουν την απλή ρουστίκ εμφάνισή τους.
Σκαντίλιο. Ναυτικό όργανο, (μικρός μεταλλικός κώνος) για τον
υπολογισμό του βάθους της θάλασσας. Από την ιταλική λέξη scandaglio. Πανελληνίως απαντάται ως σκαντάγιο…
Παράσταση ποντίσεως σκαντίλιου για βυθομέτρηση από σύγχρονο σκάφος. Παρίσταται επίσης ο μεταλλικός κώνος δεμένος.
Σύγχρονη νιτσιράδα από τις διαφημιζόμενες στο διαδίκτυο.
Μπίντα. Πάσσαλος, πακτωμένος σε μώλο, προσδέσεως
σκάφους. Άλλοτε ξύλινος. Στα νεώτερα χρόνια, σιδερένιος. Μάλιστα σε ωρισμένες
περιπτώσεις πακτώθηκαν παλαιά σιδερένια εμπροσθογεμή κανόνια. Από την ιταλική λέξη
bitta (Bassa e robusta colonetta…
per legarvi le catene o i cavi di ormeggio.
Σιδερένιο κανόνι που πακτώθηκε για να χρησιμεύσει ως μπίντα. Τα σιδερένια κανόνια διέφυγαν την καταστροφή επειδή επί Καποδίστρια, λόγω της γνωστής άθλιας κατάστασης των οικονομικών του μικρού κατεστραμμένου νεοελληνικού κράτους το 1829, τα μπρούτζινα συλλέχθηκαν για να κοπούν (μπρούτζινα) νομίσματα.
Σερπετό. Ο ευκίνητος, ο γρήγορος αλλά και
επιτήδειος. Από την ιταλική λέξη Serpente (σερπέντε) = φίδι. Απαντάται επίσης στα νησιά του Ιονίου
και όχι μόνον.
Καμπιάλα. Η μεγάλη, η επαχθής αξία. (Δεν κάνει δα και καμμιά καμπιάλα). Από
την ιταλική λέξη Cambiale όπου από τον 13ο αιώνα
ήταν η -πρώιμη- συναλλαγματική!!
Αριστερά "συναλλαγματική" (κρατικό γραμμάτιο) της εφήμερης Δημοκρατίας της Ρώμης. Έτος έβδομο της Επανάστασης (1796;). Δεξιά Νόμοι και κανόνες για τις συναλλαγματικές.
Μοβίρω. Κινούμαι, αλλά κατόπιν δυσφορίας ή
και δυσκολίας. (Αυτός. Πού να μοβίρει).
Υπάρχει η ιταλική muovere και η βενετική móvare . (Εξ ου και movimento = η κίνηση, το κίνημα). Άγνωστο από
ποια από τις δύο προέρχεται.
Κάπασος. Το προεξέχον από την στέγη (ή δώμα)
τμήμα της καπνοδόχου. Απαντάται και σε άλλα νησιά, Σέριφος, Κύθηρα κ.α. Από την ιταλική
ιδιωματική λέξη capasa που σημαίνει την ζάρα, το βάζο, αντικείμενα-σκεύη
πήλινα, με τα οποία κατασκευαζόταν αρχικά οι κάπασοι (καπνοδόχοι).
Από τους τελευταίους πήλινους κάπασους του νησιού. Στην Άνδρο οι πήλινοι, εύθραυστοι, αντικαταστάθηκαν συστηματικά από λιθόκτιστους.
Σότο & Σοττεύω. Συνήθως σε τρίτο πρόσωπο: σοττεύει. Μειώνεται,
απομειώνεται. (Έπεσες σόττο (κάτω) έναντι
αυτού που υπολόγιζες. Όταν το βράσεις
πολύ, σοττεύει.) Από την ιταλική λέξη sotto. Αντιστοιχεί στο Υπό, πιο κάτω έναντι άλλου.
Μπράντα. Η αιώρα. «Η εξ οθόνης κρεμαστή
κλίνη του ναύτου» (15τομο Λεξικό Δημητράκου). Από την ιταλική λέξη branda από το ρήμα brandire=αιωρούμαι . Η λέξη απαντάται
πανελληνίως αλλά κυρίως σε όσους σχετίζονται με το ναυτικό επάγγελμα. Οι
μπράντες τείνουν να εκλείψουν και μαζί τους η λέξη…
Μπράντες του θωρηκτού Αβέρωφ!!!
Νίκος Βασιλόπουλος
αρχιτέκτων ερευνητής
14/12/2019
Νίκο σε συγχαίρω για τις εργασίες σου αυτές. Είσαι άξιο τέκνο της Ανδρου, ακάματος ερευνητής της ιστορίας της. Σε ευχαριστούμε πολύ.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕξαιρετική η δημοσίευση και οι πληροφορίες που μας παρέχει! Συγχαρητήρια! Θα ήθελα να προσθέσω τη λέξη "μαϊτζέβελο" που χρησιμοποιεί συχνά ο πατέρας μου, από την ιταλική maneggevole = εύχρηστος.
ΑπάντησηΔιαγραφή