Σάββατο 6 Νοεμβρίου 2021

3ο Μέρος Παλιές αντριώτικες λέξεις



3ο Μέρος

Παλιές αντριώτικες λέξεις

Ιταλικές και Βενετσιάνικες λέξεις στον ανδριακό ιδιωματικό λόγο.

 

Πούντα Punta Λέξη ιταλική Το ακραίο σημείο στεριάς που προσφέρεται για υποτυπώδες άραγμα-αγκυροβόλιο. Η χώρα μας βρίθει παραθαλασσίων θέσεων με την ονομασία Πούντα

Μία τουριστική θέση στην Ν. Ιταλία, η πολύ μεγάλη Punta di Troia, με μικρό κάστρο στην κορυφή της. Δεξιά φαίνονται σκάφη αναψυχής. 


Λαμαρίνα Λέξη βενετσιάνικη lamarin = λεπτό μεταλλικό έλασμα

Κιαλάρω κοιτώ με κιάλι. Κοιτάζω κάτι, που για να το δείς πρέπει προηγουμένως να το προσέξεις. Ίσως και το κάπως πονηρό μακρινό βλέμμα. Λέξη ιταλική chiale, κιάλε .  



Αμάκα λέξη βενετική a maca δανεισμένη από τα ισπανικά hamaca (εντοπίζεται από το 1585). Η αιώρα και κατά συνέπειαν η τεμπελιά, το αραλίκι, το καθισιό, η μη εργασία. Στην κοινή ελληνική έχει καθιερωθεί ως η τράκα (λόγω μη εργασίας, λόγω λούφας). Στο ναυτικό νησί μας όμως παρέμεινε με την αρχική της σημασία, που προανέφερα. 


Βίβο Vivo (ρήμα vivere-ζω) λέξη ιταλική = το ζωντανό, το μη ψεύτικο, το ακέραιο. 

 Αριστερά σκαλοπάτια από βίβο μάρμαρο, ατόφιο, ακέραιο. Δεξιά παλιά μεσόπορτα από βίβο ξύλο, όχι όπως οι νεώτερες που είναι κούφιες με κόντρα πλακέ και άλλα υλικά κολλητά κ.λπ. 
 

Τόκα
tocca ( ρήμα toccare) λέξη ιταλική = αγγίζω (αντίστοιχο του αγγλ. touch  και γαλλικού toucher) Προστακτική του ρήματος toccare = άγγιξε (το ποτήρι). Στην Άνδρο η προτροπή για τσούγκρισμα των γεμάτων ποτηριών.


Άλμπουρο λέξη ιταλική Albero το δέντρο αλλά και το κατάρτι του ιστιοφόρου.

 Στο σκίτσο κατονομάζονται, κυκλωμένα με μαύρο, τα είδη των τριών καταρτιών-άλμπουρων του πλοίου. 


Τρογκάρα ή τρονγκάρα. Σε παιδί ή σε προέφηβο(η) που συχνάζει με αρκετά μικρότερα παιδιά (αντιστοίχως αγόρια ή κορίτσια). Από την ιταλική λέξη tronca κορμός δέντρου και στην ναυτική γλώσσα το κατώτερο και χονδρότερο τμήμα του καταρτιού, του άλμπουρου. Τι θέλεις εσύ που έγινες ολόκληρη τρονγκάρα με τα μικρότερα κορίτσια.


Κάσαρο λέξη βενετική cassaro (και όχι ιταλική cassero). Το πρυμναίο στεγασμένο τμήμα των παλαιών ιστιοφόρων, αυτό που προεξείχε. Από την εποχή που τα πλοία αυτά θεωρήθηκαν παλαιά και εξέπεσαν (19ος αι) στην εκτίμηση των ναυτικών κοινωνιών το κάσαρο έγινε υποτιμητικός όρος χρησιμοποιούμενος και για ανθρώπους, κακοβαλμένους, "καχεκτικούς" κ.λπ.  

Στο σκίτσο κυκλωμένο με κόκκινο η λέξη κάσαρο στα ιταλικά cassero, που δείχνει ακριβώς το κάσαρο του ιστιοφόρου της εποχής. 


Κουβέρτα πλοίου Λέξη βενετσιάνικη coverta (ιταλικά coperta). Το κατάστρωμα. Η λέξη έχει πανελλήνια χρήση.

     
Στο σκίτσο κυκλωμένο με κόκκινο η επεξηγηματική λέξη γέφυρα της κουβέρτας, στα ιταλικά.

 

Όκιο λέξη ιταλική  òcchio = μάτι. Στην ναυτική ορολογία òcchio di un cavo, τρύπα απ΄όπου μπορούν να περάσουν οπωσδήποτε οι κάβοι. occhio  di tonneggio τρύπα στην περιοχή της μάσκας, απ΄όπου περνούν οι κάβοι για το δέσιμο του πλοίου. 




Καμινάδα Caminada λέξη βενετσιάνικη (αντιδάνειο από την ελληνιστική κάμινο)  Η καμινάδα εννοείται το τζάκι για μαγείρεμα μαζί με τον καπνοδόχο έως και τον κάπασο.

Επάνω από ερειπωμένο σπίτι η αλλοτινή κουζίνα. Η καμινάδα ολόκληρη  με το κατώτερο τμήμα της καπνοδόχου έως και τον κάπασο. Κάτω νεώτερη καμινάδα, όπου δεν σώζονται τα κτιστά φουρνάκια. Αντικαταστάθηκαν από ηλεκτρική κουζίνα και ντουλάπια. Ο τύπος, της  "κουκούλας" της καμινάδας  μεσοπολεμικού τύπου, σε σχήμα τραπεζίου, απαντάται συχνά σε σπίτια που κτίσθηκαν μέχρι και την δεκαετία του 50. Η κατασκευή του πραγματοποιόταν συνήθως με σιδερένιες λάμες, μπετόν και τούβλα.


Mάσκουλο λέξη βενετσιάνικη masculo (ιταλικά mascolo). Το σιδερένιο "άρρεν" μέλος ενός παλαιού μικρού κανονιού το οποίο επαναγεμιζόταν με μπαρούτι. Έβαζαν εν συνεχεία την σιδερένια μπάλα-βλήμα στο μάσκουλο κρατημένο με το χαρακτηριστικό χερούλι, το  τοποθετούσαν οριζόντια στην κατάλληλη οπή της κάννης και άναβαν το φιτίλι. (Δείτε περισσότερα πατώντας : "Τα μάσκουλα της Άνδρου").


Όλες οι ανωτέρω φωτογραφίες προέρχονται από την Ιταλία όπου χρησιμοποιείται στις μέρες μας ως βεγγαλικό. Άνω αριστερά η γιορτή sparata di mascoli ("σμπαράδα" των μάσκουλων στην Verzema). Άνω δεξιά γέμισμα μάσκουλου όπως γινόταν και στην Άνδρο. Κάτω αριστερά μάσκουλα (κανονιών) σε μουσείο. Δεξιά σπανιώτατο σωζόμενο δείγμα ναυτικού κανονιού με μάσκουλο. Διακρίνεται, με κόκκινο βέλος, το μάσκουλο που τοποθετείται οριζόντια στην οπή της κάννης και ανάβει κανονικά με φιτίλι. 


Σμπαράλια ιταλική Sbaraglia. (από την παλαιοπροβηγκιανή baralhar μπαραλιάρ). Ρήμα sbaragliare: εξουθενώνω, κατανικώ, διαλύω, τρέπω σε φυγή (λεξικό Treccani) Υπάρχει και το ρήμα σμπαραλιάζω με ανάλογες έννοιες.

Φράγκα σκάλα. Franca scala. Ναυτικό λεξιλόγιο. Σκάλα (λιμανιού) ελεύθερη, απαλλαγμένη από τελωνειακούς φόρους, δασμούς, όπου πολλά ήταν ελεύθερα. Κατέληξε να σημαίνει το λιμάνι με ελευθεριάζουσα ερωτικά κατάσταση .

Σπαβέντο λέξη ιταλική spavènto . Σαν αποτέλεσμα φόβου, τρόμου: τονε πήγε σπαβέντο (τάκανε πάνω του) ή και συνώνυμο τονε πήγε πούργα. Ο πολύς, ο ανεξέλεγκτος φόβος. Τurbamento psichico provato da chi avverte un pericolo, paura, timore, orrore, panico, terrore .η και persona tanto brutta da mettere spavento¨πρόσωπο τόσο βίαιο//κτηνώδες που προκαλεί σπαβέντο. Λεξικό Treccani.

Μόμολο προέρχεται από την ιταλική λέξη mammolo και σημαίνει το πολύ μικρό παιδί, το νήπιο και κατ’ επέκτασιν τον πολύ γέρο, τον ξεμωραμένο από τα γεράματα. Τι να κάνει η γιαγιά : μομόλιασε. (Το Wikipedia αναφέρει επίσης, ότι η λέξη προέρχεται από την ομόηχη mommolo που είναι κάποιο είδος τηγανητού γλυκού με ρύζι(;). Δεν εντόπισα αυτή την λέξη που είναι άσχετη με την αυτονόητη σημασία της λέξεως mammolo = νήπιο). Η λέξη απαντάται και στα Επτάνησα με σημασία όμοια με αυτήν της Άνδρου.

Μπατάρω Γέρνω προς την μία πλευρά και ανατρέπομαι (όχι απαραίτητα). Συνήθως επί πλεουμένων. Αναφέρεται η τουρκική λέξη batar που σημαίνει βουλιάζω. Επίσης αναφέρεται η ιταλική battere κτυπώ, μάχομαι. Αναφέρω και την αντίστοιχη βενετική battàre Μπατάρε. Σημειώνεται ότι σε ανδριακό έγγραφο του 1600 αναφέρεται «ο άνωθεν πουλητής εμπάταρε το χρέος στον πατέρα του δηλ. γύρισε το χρέος στον πατέρα του» Ανδριακά Χρονικά 30 σελ. 128 από τα αρχεία της Μονής της Αγίας. Η λέξη εδώ αποδίδεται με την ανάλογη σημασία που της αποδίδουμε μερικές φορές και σήμερα. Να σημειωθεί ότι οι Τούρκοι κατέλαβαν την Άνδρο το 1579 και αργότερα εγκαταστάθηκαν στο νησί. Το έγγραφο του 1600 δηλ. 21 χρόνια αργότερα δυσχεραίνει την άποψη αφομιώσεως  της λέξης από τα τουρκικά, με την έννοια του βουλιάζω και την μεταφορική του εννοιολόγηση ως γυρίζω, ανατρέπομαι, αφού πρώτα γέρνω και ίσως κατόπιν ανατρέπομαι. Εκτός και αν εντάχθηκαν και οι δύο λέξεις παράλληλα από τα τουρκικά και από τα βενετσιάνικα με δύο διαφορετικές έννοιες αλλά συνέπεσαν σαν ομόηχες. (Στο Λεξικό του Λευκαδίτικου Ιδιώματος πάντως αναφέρεται ως μπατάρω ή μπατέρνω και αποδίδεται αποκλειστικά στο ιταλικό battere. Γέρνω, εξασθενώ). 

 Το μικρό σκάφος μπατάρισε. Η πλοηγός αγωνίζεται να το επαναφέρει. 


Μασερία αναφέρεται σε πολλά έγγραφα και συμβόλαια του 16ου αι. Σ΄αυτά η μασερία αναφέρεται ως μεταβιβαζόμενο (ή υποκείμενο) είδος χωρίς περαιτέρω διευκρίνιση. Στην Άνδρο εντοπίζεται ακόμα σήμερα το επίθετο Μασέρας. Από την ιταλική λέξη masserìa ή και παλαιότερος τύπος massarìa. Όπως αναφέρει ο Πασχάλης ήταν η θέση όπου φυλάσσονταν η αγροτική συγκομιδή. - Masseria η αγροτική διαχείριση από ένα γεωργό, η οποία απορρέει από συμβόλαιο αμφίπλευρα εκμεταλλευομένου τόπου (Λεξικό Treccani). Ή και υποχρέωση σε είδος από προσωπική επίδοση, το οποίο ο μασέρας οφείλει να αποδίδει στον κύριό του. Σε μερικές περιοχές της Ιταλίας ωνομαζόταν τα μαντριά των ζώων, συνήθως προβάτων. Mandria di bestiane, per lo più pecore.

 
Δεν είναι σαφές εάν η λέξη αφορά σε αγροτικό ακίνητο ή σε συγκομιδή που πρέπει να φυλάσσεται ή και αντιστοίχως για φύλαξη ζώων.

 



Νετάρω
αποτελειώνω μία κατάσταση, μία υποχρέωση, μία δουλειά. Nettare, ξεκαθαρίζω, απομακρύνω οτιδήποτε περιττό, ώστε να μείνει το καθαρό, το χρήσιμο. Από σκουριά, μέχρι φασόλια, μέχρι παπούτσια. (Λεξικό Treccani). Υπάρχει και το νέτο, το καθαρό, το ξεκαθαρισμένο. Netto αυτό που απομένει από το καθάρισμα και σε δεύτερη ερμηνεία, το απολύτως ακριβές. Επί ποτών ή άλλοτε νομισμάτων peso netto = καθαρό βάρος.

Σκέτο, μόνο του, χωρίς άλλο με το οποίο συνήθως συνοδεύεται ή σερβίρεται. Schietto (σκιέτο), καθαρισμένο, χωρίς προσμίξεις, αλλά και απλό. Εξού και η φράση νέτα-σκέτα. η φράση σε πανελλήνια χρήση. Την αναφέρω επειδή συχνά συνοδεύει την λέξη νέτα, που προείπαμε.. 

Σάντουλα και Σάντουλος. Λέξη σχεδόν λησμονημένη. Εντοπίστηκε από υπερενενηκοντούτιδα (Άννα Εξαδακτύλου το γ. Λογοθέτη), η οποία απάντησε αμέσως: Τι είναι σάντουλα; Η Νονά. Η λέξη απαντάται ακόμα στην Νάξο και την Κρήτη. Λέξη βενετική sàntolo και sàntola (ιταλικά padrino και padrina). Η λέξη έχει ιδιαίτερη σημασία.Αποκαλύπτει καταρχάς την ιστορική καταγωγή της με μεγάλο βάθος χρόνου και κοινωνικές δομές της Λατινοκρατίας. Δεύτερον συνδυαζόμενο με την λέξη φιλιόσος (δηλ.βαφτιστικός,αναδεξιμιός) τις σχέσεις που ανέπτυσσαν οι Λατίνοι, βενετόγλωσσοι,στο Αιγαίο.στην προσπάθεια τους να δημιουργήσουν σχέση με τους Ρωμιούς, μέσω της βάφτισης και όχι μόνον να προσεταιρισθούν τους τελευταίους αλλά και να δημιουργήσουν μια ομάδα πιο οικεία και ενδεχομένως απαραίτητη σε ειδικές εργασίες, επιβλέψεις, επιτηρήσεις, χωρίς να αποκλείεται ότι αφορούσε και νόθα, μη αναγνωρισμένα, παιδιά των Λατίνων. Ο δεσμός αυτού του τύπου έχει μόνον αυτή την σημασία, ενώ κατά την γνώμη μου αποκαλύπτει αφενός την παρουσία λιγοστών Λατίνων στον Αιγαιακό χώρο και αφετέρου την προσπάθεια προσεταιρισμού των ομόθρησκων Ρωμιών έναντι των αλλόθρησκων Τούρκων.

Κοντοβίστα. Αυτόν(ήν) που βλέπει αναγκαστικά κοντά, την μύωπα. Λέξη σύνθετη, από την ελληνική κοντό, εν προκειμένω κοντά και την ιταλική Vista = όραση. Υπάρχει στα ιταλικά η έκφραση avvere la vista corte. Όταν έχεις κοντή όραση και μεταφορικά την κοντόφθαλμη λογική. (Corriere de la Sera - Dizionari).

Σκαρπέλο Μεταλλικό εργαλείο κυρίως για επεξεργασία ξύλου. Από την ιταλική scarpèllo  (πλέον λόγια scalpèllo). Όργανο από πολύ σκληρό μέταλλο, με το οποίο γίνεται επεξεργασία μετάλλων, μαρμάρου και ξύλου. Χρησιμοποιείται στην κοινή νεοελληνική με την σημασία που προαναφέραμε, με τάση όμως εκλείψεως. 



Κατσούνι Το βελονάκι για πλέξιμο δαντέλας κ.λπ. με την χαρακτηριστική στραβή άκρη του.Cazzùni Λέξη της σικελικής διαλέκτου, που σημαίνει τον χαζό, τον ζαβό κατ΄επέκτασιν στα δικά μας : το ζαβό-στραβό-βελονάκι. (Dizionario etimologico de la lingua siciliana Luigi Milanesi Εκδ. Mnamon & Antonio Traina “Nuovo vocabolario siciliano-italiano”).


Σαφαλάδα: η τρέλλα, η μονομερής τρέλλα, η εμμονή σε θέματα πέραν του φυσιολογικού. Ο σαφαλαδιασμένος. Λέξη σαρδηνική sa falada σημαίνει την πτώση σε κατήφορο, αλλά και την εμμονή γαϊδάρου στον κατήφορο, ή και το χάλασμα λόγω μη έγκαιρης συγκομιδής.(Pietro Casuvocabolario Sardo-Logudorese/Italiano”)  ..

Βιδέλο Το μοσχάρι. Ιταλικά vitello, βενετικά Vedelo. Η λέξη προέρχεται μάλλον από τα ιταλικά παρά από τα βενετσιάνικα. Είναι πανελλήνια αλλά τελευταία τείνει να εκλείψει. Στην Άνδρο υπήρχε και η έννοια του χαζού, αυτού που δεν παίρνει είδηση.

Από ιταλικό σκίτσο για κρεοπωλείο με τα τεμάχια του βιδέλου, που ονοματίζει τα μεγάλα τμήματα κρέατος του βιδέλου (μοσχαριού).

Μαστέλο ή μαστέλλο. Λέξη βενετική mastèllo ή ιταλική Mastello. Το στρογγυλό δοχείο μαγειρέματος το οποίο κάτω στένευε. Δοχείο που χρησίμευε ως μονάδα βάρους για χονδρική πώληση κρασιού στην Βενετία αλλά και σε ελληνικά νησιά ίσο με 7 σέκια ή 48 οκάδες (η δεύτερη πληροφορία απο το Wikipedia). Συνηθιζόταν επίσης για τον βουλιμικό και τον υπερβολικά φαγά: ένα μαστέλλο ίφαενε.
  
 Αριστερά παλαιό μαστέλο. Στο κέντρο μεταλλικό και δεξιά ξύλινο σύγχρονο. Τα δύο τελευταία προέρχονται από διαφημίσεις μαστέλων σε ιταλικές ιστοσελίδες.


Νοβιτά, νοβιτούρα Το νέο, η νέα είδηση, αλλά και ειρωνικά επί απαξιωταίων  νεωτερισμών. Εντοπίζεται και στα Επτάνησα. Λέξη ιταλική novità. Έχει την έννοια του νεωτερισμού.

Στάτουας Κάποιος που κάθεται από πάνω σου, μάλλον ενοχλητικά και δεν δείχνει διάθεση να φύγει. (Τι στέκεσαι από πάνω μου σαν το στάτουα). Το άγαλμα. Λέξη ιταλική stàtua στάτουα. Η λέξη εκφέρεται αυτούσια από την ιταλική και δεν υπάρχει καμμία αμφιβολία ως προς την προέλευσή της. Το ιστορικό βάθος της ένταξης στο ανδριακό λεξιλόγιο είναι μάλλον θολό. Δεν υπήρχαν γενικώς αγάλματα κατά την Λατινοκρατία, εκτός από δύο αρχαία που αναφέρονται, από περιηγητές στο Κάτω Κάστρο (Cr. Buondelmonti 1419, Bartolomeo dalli Sonetti προ του 1480).  Διαφορετικά ενδέχεται να υπήρχαν(;) αγαλματίδια σε ναούς Λατίνων. Άλλως η λέξη ενσωματώθηκε κατά τον 19ο αιώνα, όταν οι ναυτικοί βρέθηκαν σε ιταλικές πόλεις και αποθαύμασαν εκεί αγάλματα, στάτουες..


Καλάρω. Από την βενετική calar ή την ιταλική calare.Σημαίνει κατεβάζω πάντοτε μαλακά, ήπια, σκοινί από παράθυρο, σκοινί στην θάλασσα (scialuppa), τα δίχτυα στην θάλασσα, την σημαία κ.α Προέρχεται από την λατινική calar, chalar που ήταν αντιδάνειο από την αρχαία ελληνική λέξη χαλάω - χαλώ.


 

Σκηνές αλιείας με δίχτυα από ιταλική ιστοσελίδα.


Σεντίνα από την ιταλική λέξη Sentina, η οποία ήταν ένα κατώτερο τμήμα των ιστιοφόρων σκαφών. Ονομασία που αποδόθηκε αργότερα στα ατμόπλοια, σε κατώτερα σημεία κάτω από την μηχανή όπου καταλήγουν λάδια, βρώμικα νερά κ.α. όλα σε υπέρμετρη θερμοκρασία.



Μάτια πούμπλικα. Του τα είπενε μάτια πούμπλικα. Δηλ. Είπε μπροστά σε κόσμο πράγματα που δεν λέγονται δημόσια. Από την ιταλική λέξη pubblica που σημαίνει ακριβώς αυτό : δημόσια.

 

Το πρώτο μέρος "Παλιές αντριώτικες λέξεις θα το βρείτε, πατώντας εδώ:

"Παλιές αντριώτικες λέξεις μέρος Α'

Το δεύτερο μέρος "Παλιές αντριώτικες λέξεις θα το βρείτε, πατώντας εδώ :

"Παλιές αντριώτικες λέξεις μέρος Β'"
  

Ευχαριστώ θερμά τον φίλο Γιάννη Χρ. Φούντο για την αρωγή του σε ιδιαίτερες έννοιες και δυσνόητα σημεία στα ιταλικά. 


Νίκος Βασιλόπουλος
        αρχιτέκτων ερευνητής  
 
                   

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου