Το γεφύρι όπως είναι σήμερα. Τα νερά που περνούν κάτω απ΄ αυτό, είναι ελάχιστα. Η κοίτη του ποταμού έχει μετατοπισθεί αρκετά δεξιώτερα.
H Άνδρος νησί με άφθονα νερά, ρέμματα και ποταμούς έχει πάνω από 60
γεφύρια, τα 55 από τα οποία κατέγραψε η καθ. αρχιτέκτων κ. Αικ. Ρεβιθιάδου στο πρόσφατο βιβλίο της
«Λίθινες τοξωτές γέφυρες της Άνδρου» (εκδ.Καϊρείου). Η κ. Ρεβιθιάδου παρατήρησε
και εντόπισε στον πρώτο αξιόπιστο χάρτη της Άνδρου, που έκανε ο Andre Thevet λίγο πριν το 1552, ότι ο τελευταίος είναι και ο μόνος ο οποίος
κατέγραψε τότε 9 γεφύρια, τα σημαντικώτερα της Άνδρου, κατά την γνώμη του, την
εποχή εκείνη.* Από τα 80 (και πλέον) γεφύρια που συναντά κανείς σήμερα, αυτονόητο είναι ότι τα
περισσότερα είναι νεώτερα, μερικά των οποίων του 20ου αι. Κάποιa όμως, πολύ λίγα, είναι παλαιότατα.
Ο χάρτης του Andre Thevet. Εκπονήθηκε πριν το 1552. Η κυρία Ρεβιθιάδου εντόπισε σε αυτόν αποτυπωμένα εννέα γεφύρια. Με το κόκκινο βέλος σημειώνεται αυτό του Παραπορτιού. Βέβαιο πρέπει να θεωρείται ότι δεν αποτυπώθηκαν τότε όλα τα γεφύρια της Άνδρου.
Το γεφύρι που βρίσκεται στο εσωτερικό της κοιλάδας του Παραπορτιού, σε απόσταση αρκετών δεκάδων μέτρων από την σημερινή αμμουδιά προκαλεί μία εύλογη εκ πρώτης όψεως απορία. Κάτω απ΄αυτό δεν περνά παρά ένα μικρό ρυάκι. Η κοίτη του και το πέριξ έδαφος θα ήταν άλλοτε ίσως χαμηλότερα και το γεφύρι λιγώτερο "βυθισμένο". Ο ποταμός άλλαξε όμως κατόπιν πορεία. Ακολούθησε άλλη διαδρομή σε μικρή απόσταση βορειότερά του. Ετσι ο Κ. Εμπειρίκος χρειάστηκε να κατασκευάσει λίθινη τοξωτή γέφυρα το 1853 και κατά το 1886 την αντικατέστησαν τα παιδιά του με γέφυρα από σιδερένια μέλη και μπετόν. Η κτητορική μαρμάρινη πλάκα μνημονεύει το γεγονός των δύο διαδοχικών ανεγέρσεων. Η γέφυρα αυτή δεν σώζεται σήμερα η δε πλάκα είναι πακτωμένη στον τοίχο του διερχομένου αμαξιτού προς Παραπόρτι. (Διερχόμενος κανείς το γεφύρι, αυτό που δεν υπάρχει σήμερα βρισκόταν στον λεγόμενο μουλαρόδρομο που ωδηγούσε -και οδηγεί-στην πλατεία του ΚΤΕΛ.)
Φαίνεται λοιπόν ότι το ποτάμι ύστερα από πολλές φυσικές ή τεχνητές επιχωματώσεις, είχε προ πολλού εκτραπεί βορειότερα και για τούτο κτίσθηκε η γέφυρα του 1853, πάνω στις νέες όχθες. Έτσι το παλαιό γεφύρι για το οποίο κάνουμε λόγο φαίνεται να έμεινε χωρίς ιδιαίτερη χρήση, αφού η κοίτη άλλαξε πορεία.
Ο χάρτης του Andre Thevet. Εκπονήθηκε πριν το 1552. Η κυρία Ρεβιθιάδου εντόπισε σε αυτόν αποτυπωμένα εννέα γεφύρια. Με το κόκκινο βέλος σημειώνεται αυτό του Παραπορτιού. Βέβαιο πρέπει να θεωρείται ότι δεν αποτυπώθηκαν τότε όλα τα γεφύρια της Άνδρου.
Το γεφύρι που βρίσκεται στο εσωτερικό της κοιλάδας του Παραπορτιού, σε απόσταση αρκετών δεκάδων μέτρων από την σημερινή αμμουδιά προκαλεί μία εύλογη εκ πρώτης όψεως απορία. Κάτω απ΄αυτό δεν περνά παρά ένα μικρό ρυάκι. Η κοίτη του και το πέριξ έδαφος θα ήταν άλλοτε ίσως χαμηλότερα και το γεφύρι λιγώτερο "βυθισμένο". Ο ποταμός άλλαξε όμως κατόπιν πορεία. Ακολούθησε άλλη διαδρομή σε μικρή απόσταση βορειότερά του. Ετσι ο Κ. Εμπειρίκος χρειάστηκε να κατασκευάσει λίθινη τοξωτή γέφυρα το 1853 και κατά το 1886 την αντικατέστησαν τα παιδιά του με γέφυρα από σιδερένια μέλη και μπετόν. Η κτητορική μαρμάρινη πλάκα μνημονεύει το γεγονός των δύο διαδοχικών ανεγέρσεων. Η γέφυρα αυτή δεν σώζεται σήμερα η δε πλάκα είναι πακτωμένη στον τοίχο του διερχομένου αμαξιτού προς Παραπόρτι. (Διερχόμενος κανείς το γεφύρι, αυτό που δεν υπάρχει σήμερα βρισκόταν στον λεγόμενο μουλαρόδρομο που ωδηγούσε -και οδηγεί-στην πλατεία του ΚΤΕΛ.)
Φαίνεται λοιπόν ότι το ποτάμι ύστερα από πολλές φυσικές ή τεχνητές επιχωματώσεις, είχε προ πολλού εκτραπεί βορειότερα και για τούτο κτίσθηκε η γέφυρα του 1853, πάνω στις νέες όχθες. Έτσι το παλαιό γεφύρι για το οποίο κάνουμε λόγο φαίνεται να έμεινε χωρίς ιδιαίτερη χρήση, αφού η κοίτη άλλαξε πορεία.
Ωστόσο το παλαιό γεφύρι χρησιμοποιόταν μέχρι την διάνοιξη του αμαξιτού προς Συνετί (και
Κόρθι) από τους Συνετιανούς που πηγαινοερχόταν στην Χώρα. Αυτοί ακολουθούσαν
τον μεσαιωνικό δρόμο πού ένωνε το Κάτω με το Πάνω Κάστρο (της Φανερωμένης) και
πιο μακρυά διερχόταν από τα Διποτάματα.
Όποιον και
εάν ρώτησα για την κατασκευή αυτού του γεφυριού, ουδείς γνώριζε κάτι σχετικό
είτε με όνομα, είτε με εποχή, είτε με κτήτορα. Ήταν λοιπόν ένα πολύ λησμονημένης εποχής έργο. Το πρόβλημα προσπελάσεως από την βόρεια στην νότια όχθη της κοίτης
του ποταμού του Παραπορτιού είχε λυθεί τουλάχιστον μετά τα πρώτα μετεπαναστατικά χρόνια, το 1853.
Πότε όμως η ανέγερση του γεφυριού αυτού ήταν ζωτικού ενδιαφέροντος ώστε να μπορέσουμε να το τοποθετήσουμε στον χρόνο;
Πότε όμως η ανέγερση του γεφυριού αυτού ήταν ζωτικού ενδιαφέροντος ώστε να μπορέσουμε να το τοποθετήσουμε στον χρόνο;
Για την απάντηση υπάρχουν δύο
καθοριστικής σημασίας σημεία που προσδιορίζονται από την χρήση του. Πρώτον ότι ο ποταμός για
τον οποίο κατασκευάσθηκε έχει προ αμνημονεύτων χρόνων αλλάξει κοίτη, βορειότερα
όπως είπαμε και πάντως πολύ πριν ο Κ. Εμπειρίκος αποφασίσει την ανέγερση του άλλου γεφυριού το 1853. Δεύτερον ότι από κεί διερχόταν ανέκαθεν ο μεσαιωνικός δρόμος ο οποίος μάλιστα βρίσκεται ανερχόμενος το βουνό σχεδόν
απέναντι, πολύ κοντά στο κτίριο ιδιοκτησίας Καλλιβρούση (Καρλάκα). Φαίνεται ότι
το γεφύρι ανεγέρθηκε σε απώτατη εποχή κατά την οποία ο ποταμός ακολουθούσε
ελαφρώς διαφορετική πορεία. Μετά την αλλαγή της πορείας του ποταμού περιέπεσε σε σχετική αχρηστία. Ο Κ. Εμπειρίκος αργότερα και μόνον όταν αναπτύχθηκε η καλλιέργεια κυρίως λεμονιών στον κάμπο
ανήγειρε το γεφύρι ώστε να διέρχονται πεζοί και υποζύγια απ΄αυτό. Εκεί κοντά
του μάλιστα βρέθηκαν ρεμέτζα (δέστρες) και άγκυρες για τις μεγάλες βάρκες που
έφθαναν μέχρι το σημείο αυτό αφού και η θάλασσα ερχόταν πιο μέσα απ΄ότι σήμερα
και ο ποταμός παρουσίαζε σχετική πλευσιμότητα. Η ανάμνηση του γεγονότος διατυπώνεται και σήμερα από τους παλαιοτέρους της περιοχής.
Ένα δυσερμήνευτο στοιχείο είναι τούτο. Το γεφύρι έχει και είχε περίπου δέκα σκαλιά ανόδου και αντιστοίχως καθόδου δηλαδή ήταν πολύ λίγο υψωμένο έναντι των δύο παρόχθιων σταθμών. Εάν η κοίτη ήταν (τόσο) ρηχή οι όχθες θα πλημμύριζαν στην παραμικρή νεροποντή και το έργο δεν θα είχε λόγο κατασκευής. Για να ανεγερθεί λοιπόν σημαίνει ότι η διερχόμενη κοίτη ήταν αρκετά βαθύτερη από τις όχθες, σχεδόν ένα αρκετά βαθύ ρέμμα. Μορφολογία δύσκολη όχι μόνο να την φαντασθούμε στον πεδινό αυτό χώρο αλλά και να υπάρχει σε απόσταση τόσο μικρή από την θάλασσα. Αλλά και αυτό το σχεδόν σίγουρο γεωμορφολογικό στοιχείο, της βεβαίας υπάρξεως ρέμματος, δεν κάνει τίποτε άλλο παρά να επιβεβαιώνει τον απώτατο χρόνο κατασκευής του.
Ένα δυσερμήνευτο στοιχείο είναι τούτο. Το γεφύρι έχει και είχε περίπου δέκα σκαλιά ανόδου και αντιστοίχως καθόδου δηλαδή ήταν πολύ λίγο υψωμένο έναντι των δύο παρόχθιων σταθμών. Εάν η κοίτη ήταν (τόσο) ρηχή οι όχθες θα πλημμύριζαν στην παραμικρή νεροποντή και το έργο δεν θα είχε λόγο κατασκευής. Για να ανεγερθεί λοιπόν σημαίνει ότι η διερχόμενη κοίτη ήταν αρκετά βαθύτερη από τις όχθες, σχεδόν ένα αρκετά βαθύ ρέμμα. Μορφολογία δύσκολη όχι μόνο να την φαντασθούμε στον πεδινό αυτό χώρο αλλά και να υπάρχει σε απόσταση τόσο μικρή από την θάλασσα. Αλλά και αυτό το σχεδόν σίγουρο γεωμορφολογικό στοιχείο, της βεβαίας υπάρξεως ρέμματος, δεν κάνει τίποτε άλλο παρά να επιβεβαιώνει τον απώτατο χρόνο κατασκευής του.
Έτσι λοιπόν
το γεφύρι που μας ενδιαφέρει ανταποκρίνεται σε εποχή πολύ παλαιότερη και μάλιστα ευρισκόμενο στην
πορεία του μεσαιωνικού δρόμου, ζωτικής σημασίας αφού ένωνε τα δύο Κάστρα
φαίνεται δε ότι αποτελούσε τεχνικό κομμάτι του. Είναι πολύ δύσκολο να προσεγγισθεί
ο χρόνος κατασκευής του.
Το γεφύρι του Παραπορτιού. Στον Χάρτη του 1552 βρίσκεται όπως βλέπουμε πολύ κοντά στην θάλασσα.
Το γεφύρι του Παραπορτιού. Στον Χάρτη του 1552 βρίσκεται όπως βλέπουμε πολύ κοντά στην θάλασσα.
Ανακεφαλαιώνουμε
λαμβάνοντας υπόψιν τα έξη κάτωθι στοιχεία, ότι πρώτον ο ποταμός έχει αλλάξει κοίτη σε άγνωστο βάθος χρόνου,
δεύτερον ότι οι τουρκικές αρχές ουδέποτε διεξήγαγαν παρόμοια έργα στην Άνδρο. Τρίτον, να σημειωθεί ότι οι κάτοικοι της Άνδρου, στην συντριπτική τους πλειοψηφία, πολύ φτωχοί αγρότες (μικροϊδιοκτήτες ή κολλήγες) σε όλη την διάρκεια και μέχρι το τέλος της Τουρκοκρατίας, δεν ανελάμβαναν τέτοια έργα όπως έκαναν αλλού στην βορειοδυτική Ελλάδα εύποροι εμπορευόμενοι κατασκευάζοντας γεφύρια με δικά τους έξοδα ή και σπανιώτερα πλούσιες Μονές και αυτά αργά, κατά τον 18ο και 19ο αιώνα. Τέταρτον ότι ο Κ. Εμπειρίκος κατασκευάζει γεφύρι το 1853 στο ποτάμι που έχει αλλάξει προ πολλού πορεία τότε μόνον, όταν αξιοποιούνται οι κάμποι για την παραγωγή ξινών, κάτι που λαμβάνει χώραν κατά το πρώτα μετεπαναστατικά χρόνια, πέμπτον, ότι το
παλαιό μας γεφύρι βρίσκεται πάνω ακριβώς στον παλαιό μεσαιωνικό δρόμο κάτι που συντείνει στο συμπέρασμα ότι το έργο είναι πολύ παλαιό (και με κάποια επιφύλαξη) της
εποχής της Λατινοκρατίας στην Άνδρο. Και έκτον το εξής καταλυτικό νομίζω
στοιχείο. Ερχόμαστε στον πολύ ενδιαφέροντα χάρτη της Άνδρου, που ο Αndre Thevet εκπόνησε πριν το 1552. Πρόκειται για ένα από τους
εγκυρότερους (για την εποχή του) χάρτες, ο οποίος μεταξύ των άλλων αποτυπώνει εννέα(;) λίθινα γεφύρια
της Άνδρου. Το ένα από αυτά βρίσκεται ακριβώς στον ποταμό του Παραπορτιού, σημαντικό αλλά και ευρισκόμενο δίπλα στο Κάστρο και ορατό απ΄ αυτό.
Πρόκειται
για το γεφύρι ακριβώς για το οποίο μιλάμε. Είναι πολύ δύσκολο να πω εάν το
γεφύρι ξανακατασκευάσθηκε λόγω φθοράς ή καταρρεύσεως, ωστόσο πρόκειται πάντως για το
γεφύρι το οποίο ο Thevet ήθελε να αναφέρει λόγω της σπουδαιότητάς του ως τμήματος του δρόμου που
ένωνε τα δύο Κάστρα**.
Νίκος Βασιλόπουλος
αρχιτέκτων - ερευνητής
*Σημ. Ο Andre Thevet (Αντρέ Τεβέ) δημοσίευσε τα των ταξιδιωτικών περιηγήσεών του στην Ανατολική Μεσόγειο το 1554 στο Παρίσι υπό τον τίτλο "Cosmographie du Levant", Κοσμογραφία της Ανατολής. Αργότερα ταξίδεψε για παρόμοιους λόγους στην Βραζιλία..
Νίκος Βασιλόπουλος
αρχιτέκτων - ερευνητής
*Σημ. Ο Andre Thevet (Αντρέ Τεβέ) δημοσίευσε τα των ταξιδιωτικών περιηγήσεών του στην Ανατολική Μεσόγειο το 1554 στο Παρίσι υπό τον τίτλο "Cosmographie du Levant", Κοσμογραφία της Ανατολής. Αργότερα ταξίδεψε για παρόμοιους λόγους στην Βραζιλία..
**Σημ.
Το γεφύρι του άρθρου μας δεν έχει τα ίδια τεχνικά και κατασκευαστικά χαρακτηριστικά που έχουν
τα άλλα τρία, σχεδόν πανομοιότυπα γεφύρια, δηλαδή το γεφύρι του ποταμού Άχλα
(Βαριδιού)15ος αι, το γεφύρι των Αποικίων 15ος αι και το
γεφύρι της Στοιχειωμένης τέλη 16ου αι.
Όπως πάντα πληροφορίες ενδιαφέρουσες και πολύτιμες για όλους εμάς που αγαπάμε τον τόπο αυτό.
ΑπάντησηΔιαγραφή